ιηδών

ιηδών
ἰηδών, -όνος, ἡ (Α)
χαρά («ἰηδόνες
εὐφροσύναι, ἐπιθυμίαι, χαραί», Ησύχ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰη- τού ρ. -ιαίνω «μαλακώνω με θερμότητα» (πρβλ. αόρ. ιων. ἴηνα) + κατάλ. -δών κατά το αλγη-δών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”